- πελωρίς
πελωρίς, ἡ, auch πελωριάς (w. m. s.), die große Gienmuschel, Riesenmuschel, sonst χήμη oder κόγχη βασιλική, E. M. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελωρίς, ἡ, auch πελωριάς (w. m. s.), die große Gienmuschel, Riesenmuschel, sonst χήμη oder κόγχη βασιλική, E. M. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πελωρίς — mussel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίς — mussel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίς — ίδος, ἡ, Α μεγάλη κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πελωρίδα — Πελωρίς mussel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίδα — πελωρίς mussel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελωρίδας — Πελωρίς mussel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίδας — πελωρίς mussel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελωρίδες — Πελωρίς mussel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίδες — πελωρίς mussel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελωρίδι — Πελωρίς mussel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελωρίδι — πελωρίς mussel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)