- ἑρπτόν
ἑρπτόν, = ερπετόν, Arist. nach Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπτόν, = ερπετόν, Arist. nach Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερπτόν — ἑρπτόν, τὸ (Α) το ερπετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετόν με συγκοπή τού άτονου ε] … Dictionary of Greek
ἑρπτόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek