- ὑπ-ώδελος
ὑπ-ώδελος, dor. = Vorigem, Epicharm. bei Ath. VIII, 362 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ώδελος, dor. = Vorigem, Epicharm. bei Ath. VIII, 362 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπώβολος — και δωρ. τ. ὑπώδελος, ον, Α υποθηκευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώβολος / ώδελος (< ὀβολός / ὀβελός / ὀδελός), πρβλ. τριώβολον / τρι ώδελον. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek