ὑπ-ήρεμα

ὑπ-ήρεμα

ὑπ-ήρεμα, besser ὑπηρέμα, adv., etwas leise, sacht, D. Per. 1122.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἠρέμα — gently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρέμα — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

  • ἠρεμᾷ — ἠρεμάζω to be still fut ind mid 2nd sg (epic) ἠρεμάζω to be still fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρεμα — ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμ' — ἠρέμα , ἠρέμα gently indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …   Dictionary of Greek

  • Row, Row, Row Your Boat — is an English nursery rhyme, and a popular children s song/proverb, often sung as a round. It can also be an action nursery rhyme where singers sit opposite one another and row forwards and backwards with joined hands. The tune is credited to… …   Wikipedia

  • γλυκοκατεβαίνω — 1. κατεβαίνω γλυκά, ήρεμα 2. (για έδαφος ή νερό) προχωρώ προς τα κάτω απαλά, ήρεμα …   Dictionary of Greek

  • ηρεμαίος — ἠρεμαῑος, αία, ον (AM) αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῑαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.) αρχ. 1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῑον» χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῑα ήρεμα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ηρεμώ — (I) (Α ἠρεμῶ, έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [ηρέμα] είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ τό πεφυκός», Αριστοτ.) αρχ. 1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι 2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος 3. αναχαιτίζω κάποιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”