- ὑπ-ώρειος
ὑπ-ώρειος, unter dem Berge befindlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ώρειος, unter dem Berge befindlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπώρειος — ον, Α αυτός που βρίσκεται στους πρόποδες βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώρειος (< ὄρος [ΙΙ]). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek