- ὑπν-ώδης
ὑπν-ώδης, ες, von schläfriger Art, schläfrig; Eur, Herc. F. 1050; ἕξις Plat. Rep. III, 404 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπν-ώδης, ες, von schläfriger Art, schläfrig; Eur, Herc. F. 1050; ἕξις Plat. Rep. III, 404 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek