πελτᾱ-φόρος

πελτᾱ-φόρος

πελτᾱ-φόρος, = πελτοφόρος (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”