- ὑπ-ίχνιος
ὑπ-ίχνιος, unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ίχνιος, unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπίχνιος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τόν πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμα («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐν… … Dictionary of Greek