ὑπ-ίσχομαι

ὑπ-ίσχομαι

ὑπ-ίσχομαι, ion. u. poet. = ὑπισχνέομαι, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἴσχομαι — ἴσχω keep back pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • επίσχομαι — ἐπίσχομαι (Μ) αντί υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσχομαι παράλληλος τ. τού έχομαι] …   Dictionary of Greek

  • υπισχνούμαι — έομαι, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπίσχομαι Α υπόσχομαι, δίνω υπόσχεση, αναλαμβάνω να πράξω κάτι αρχ. 1. συγκατατίθεμαι 2. βεβαιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. τού ρ. είναι ο τ. ὑπίσχομαι, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ρ. ἴσχω, ἴσχομαι, παρλλ. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • υποΐσχομαι — Α (ποιητ. τ.) δέχομαι κάτι στα χέρια μου κρατώντας ένα αντικείμενο αποκάτω («χερσὶν μέλαν ἀμφοτέρησιν αἷμα κατ ὠτειλὴν ὑποΐσχεται» κρατώντας τα χέρια του κοιλωμένα κάτω από το τραύμα δεχόταν το αίμα που εξέρρεε από αυτό, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”