έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… … Dictionary of Greek
ἔγγυος — secured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγυον — ἔγγυος secured masc/fem acc sg ἔγγυος secured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυώτερα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύου — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύους — ἔγγυος secured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύων — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen pl ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγυα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] … Dictionary of Greek
εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… … Dictionary of Greek
μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] … Dictionary of Greek