- πελτο-φόρος
πελτο-φόρος, einen leichten Schild tragend, Xen. Ages. 3, 4 Cyr. 7, 1, 24, = πελταστής; auch ἱππεῖς, Pol. 3, 43, 2. 75, 7; – Arist. ep. 3 (App. 9, 16).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελτο-φόρος, einen leichten Schild tragend, Xen. Ages. 3, 4 Cyr. 7, 1, 24, = πελταστής; auch ἱππεῖς, Pol. 3, 43, 2. 75, 7; – Arist. ep. 3 (App. 9, 16).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek