ὑπέρ-οπτος

ὑπέρ-οπτος

ὑπέρ-οπτος, übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέροπτος — (I) ον, Α 1. αυτός που περιφρονήθηκε 2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα με υπεροπτικό τρόπο 4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”