ὑπέρ-κοπος [2]

ὑπέρ-κοπος [2]

ὑπέρ-κοπος, eigtl. überschreitend, bes. Maaß und Ziel, dah. übermüthig, zügellos, δόρυ Aesch. Spt. 437, u. adv., Ch. 134; ὑπέρκοπον μηδέν ποτ' εἴπῃς αὐτὸς εἰς ϑεοὺς ἔπος Soph. Ai. 127.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσίκοπος — λυσίκοπος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από κόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος, υπέρ κοπος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκοπος — ον, Α 1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο 2. (κατ επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός 3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος. επίρρ... ὑπερκόπως Α με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπος (< κόπος < κόπτω) …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”