- ὑπέρ-γειος
ὑπέρ-γειος, über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-γειος, über der Erde, überirdisch, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… … Dictionary of Greek