- ὑπέρ-ζωος
ὑπέρ-ζωος, zsgzgn ὑπέρζως, ων, überlebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-ζωος, zsgzgn ὑπέρζως, ων, überlebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρζωος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. ὑπέρζως, ων, Α υπέρτερος τής ζωής, αιώνιος («θεὸς ὑπερούσιός ἐστι καὶ ὑπέρζωος», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. πολύ ζωος] … Dictionary of Greek