- ὑπέρ-φλοιος
ὑπέρ-φλοιος, μῆλα, Aepfel mit überaus dicker Schaale, od. die Fleisch über der Schaale haben, Empedocl. 289.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-φλοιος, μῆλα, Aepfel mit überaus dicker Schaale, od. die Fleisch über der Schaale haben, Empedocl. 289.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek
υπέρφλοιος — ον, Α χυμώδης, ζουμερός («ὑπέρφλοια μῆλα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλοιός «χυμός» (< φλέω «είμαι γεμάτος, μεστός»). Ο τ. πιθ. πρέπει να διαβαστεί ὑπέρφλοα] … Dictionary of Greek
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
σπά — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… … Dictionary of Greek
υπερφλοιισμός — ο, Ν φρ. «υπερφλοιισμός επινεφριδίων» ιατρ. υπερλειτουργία τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων, αλλ. υπερεπινεφριδισμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,πρβλ. αγγλ. hypercorticalism < hyper (υπερ * + corticalism (< cortical < cortex… … Dictionary of Greek