- ὑπέρ-φευ
ὑπέρ-φευ, adv., wie ὑπερφυῶς, ὑπεράγαν, übermäßig, allzusehr, Aesch. Pers. 806 Ag. 367; Eur. Phoen. 553 u. öfter; ὑπὲρ τὸ φεῦ B. A. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-φευ, adv., wie ὑπερφυῶς, ὑπεράγαν, übermäßig, allzusehr, Aesch. Pers. 806 Ag. 367; Eur. Phoen. 553 u. öfter; ὑπὲρ τὸ φεῦ B. A. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρφευ — Α επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ. β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού] … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek