- ὑπ-έρυθρος
ὑπ-έρυθρος, etwas roth; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. X, 617 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-έρυθρος, etwas roth; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. X, 617 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρός — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρυθρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το … Dictionary of Greek
Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ή, ό 1. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, αλλ. κόκκινος. 2. το ουδ. ως ουσ., ερυθρό το κόκκινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… … Dictionary of Greek
ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)