- ὑπέρ-τολμος
ὑπέρ-τολμος, überaus kühn, φρόνημα Aesch. Ch. 586.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-τολμος, überaus kühn, φρόνημα Aesch. Ch. 586.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρτολμος — ον, Α πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά τολμος] … Dictionary of Greek