ὑπέρτατος

ὑπέρτατος

ὑπέρτατος, superl. von ὑπέρ, oberster, äußerster in einer Reihe; Il. 12, 381. 23, 451; Hes. O. 6; ϑρόνος Pind. Ol. 2, 77; ὄλβος P. 3, 89; ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς Ol. 4, 1; auch der älteste, ὑπέρτατος υἱέων N. 6, 22; Ζεύς Aesch. Suppl. 657; σέβας Soph. Phil. 400, u. öfter. – Vgl. auch ὕπατος u. ὑπερώτατος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρτατος — ὑπέρ upaári masc nom sg ὑπέρτατος uppermost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρτατος — η, ο (υπερθ. του «υπέρτερος»), ύψιστος, ανώτατος, κορυφαίος (κυριολ. και μτφ.): Υπέρτατη κορυφή. – Υπέρτατο καθήκον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • πανσεβαστοϋπέρτατος — ον, Μ πανσέβαστος και υπέρτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσέβαστος + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπαντιμοϋπέρτατος — η, ον, Μ ο πρώτος πάντιμος και υπέρτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πάντιμος + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

  • υπερώτατος — άτη, ον, Α υπέρτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού ὑπέρτατος σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπέρ, μέσω ενός επιθ. *ὕπερος] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερτάτας — ὑπερτάτᾱς , ὑπέρ upaári fem acc pl ὑπερτάτᾱς , ὑπέρ upaári fem gen sg (doric aeolic) ὑπερτάτᾱς , ὑπέρτατος uppermost fem acc pl ὑπερτάτᾱς , ὑπέρτατος uppermost fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτάτω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτατος uppermost masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτατος uppermost masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτάτων — ὑπέρ upaári fem gen pl ὑπέρ upaári masc/neut gen pl ὑπέρτατος uppermost fem gen pl ὑπέρτατος uppermost masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”