ὑπέρ-πλεως

ὑπέρ-πλεως

ὑπέρ-πλεως, überfüllt, τινί, Luc. am. 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …   Dictionary of Greek

  • υπέρπλεως — ων / ὑπέρπλεως, ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, ον, Ν (λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον το περίσσευμα αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”