- ὑπέρ-πωλος
ὑπέρ-πωλος, an Pferden überreich, l. d. bei Aesch. Pers. 780, Schol. erkl. πολύϊππος, wo jetzt ὑπερπολλούς gelesen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-πωλος, an Pferden überreich, l. d. bei Aesch. Pers. 780, Schol. erkl. πολύϊππος, wo jetzt ὑπερπολλούς gelesen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρπωλος — ον, Α αυτός που έχει πάρα πολλά νεαρά άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πῶλος «νεαρός ίππος» (πρβλ. ὑπό πωλος)] … Dictionary of Greek
υπόπωλος — ον, Α (ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρ πωλος)] … Dictionary of Greek