- ὑπ-άλειμμα
ὑπ-άλειμμα, τό, Salbe zum Einschmieren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-άλειμμα, τό, Salbe zum Einschmieren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω … Dictionary of Greek
ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] … Dictionary of Greek