- ὑπ-άλειπτος
ὑπ-άλειπτος, adj. verb. von ὑπαλείφω, eingeschmiert, einzusalben, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-άλειπτος, adj. verb. von ὑπαλείφω, eingeschmiert, einzusalben, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλειπτος — ἄλειπτος, ον (Α) [λείπω] αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
αλειπτός — ἀλειπτός, όν (Α) 1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες τὰ ἀλειπτά φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἄλειπτος — not left behind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτόν — ἀλειπτός anointed masc/fem acc sg ἀλειπτός anointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτω — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀλείπτης anointer masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτως — ἄλειπτος not left behind adverbial ἄλειπτος not left behind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλειπτον — ἄλειπτος not left behind masc/fem acc sg ἄλειπτος not left behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτά — ἀλειπτός anointed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειπτῷ — ἀλειπτός anointed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτου — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg ἀλείπτης anointer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείπτους — ἄλειπτος not left behind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)