ὑπ-άλπειος

ὑπ-άλπειος

ὑπ-άλπειος, α, ον, unter den Alpen gelegen, Plut. Marcell. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλπειος — α, ο [Άλπεις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Άλπεις, ο αλπικός …   Dictionary of Greek

  • Άλπις — Ἄλπις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οι Άλπεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Alpis «τόπος διά του οποίου γινόταν το πέρασμα τών Ιουλίων Αλπεων». ΠΑΡ. αρχ. μσν. Ἄλπιος νεοελλ. άλπειος, αλπικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλπαναβάτης, αλπειβάτης, αλπειοβακτηρία] …   Dictionary of Greek

  • αστράκι — Κοινή ονομασία φυτών με πλούσια ανθοφορία, στον τύπο της μαργαρίτας, των γενών αστήρ και καλλίστεφος, της οικογένειας των συνθέτων. Το όνομα α. οφείλεται στο γεγονός ότι το άνθος τους μοιάζει με άστρο. Μεταξύ των τριών αυτοφυών της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • ηριγέρων — (erigeron). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, που αριθμεί περισσότερα από 170 είδη (μονοετή, διετή και πολυετή), τα περισσότερα από τα οποία είναι διακοσμητικά. Έχουν μικρά γλωσσωτά λουλούδια σε άσπρο, ροζ ή κόκκινο χρώμα και… …   Dictionary of Greek

  • ποταμογείτων — (potamogeton). Γένος πολυετών υδρόβιων φυτών της οικογένειας των ποταμογειτονιδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και θερμές χώρες και αφθονούν στα ρυάκια και τα έλη της Γαλλίας. Είναι φυτά με ρίζωμα που έρπει και… …   Dictionary of Greek

  • προσάλπ(ε)ιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄλπειος (< Ἄλπεις)] …   Dictionary of Greek

  • υπεράλπιος — και ὑπεράλπειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πέρα από τις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + άλπιος / άλπειος (< Ἄλπεις), πρβλ. παρ άλπιος] …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • αλχημίλη ή αλχεμίλη — (alchemilla). Γένος φυτών της οικογένειας των ροδιδών. Η ονομασία στο φυτό αυτό δόθηκε από τους αλχημιστές, οι οποίοι μάζευαν τη δροσιά που επικάθεται στα φύλλα του, επειδή τη θεωρούσαν χρήσιμη για την παρασκευή της φιλοσοφικής λίθου. Μερικά είδη …   Dictionary of Greek

  • αποδίδες — (apodidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των αποδομόρφων. Η οικογένεια αυτή έχει περίπου 80 είδη πουλιών, γνωστά κυρίως με την ονομασία πετροχελίδονα, που θεωρούνται τα ταχύτερα πουλιά του κόσμου: η ταχύτητά τους μπορεί να ξεπεράσει τα 150 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • πινγκουικούλα — (pinguicula). Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των Λεντιβουλαριιδών της τάξης των προσωπανθών. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη, τρία από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Είναι γνωστά και με την ονομασία «λιπαρόφυλλο», επειδή τα φύλλα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”