πινάκωσις, ἡ, Bretterwerk, Sparrwerk, contabulatio, Plut. Symp. 3, 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πινάκωσις — ώσεως, ή, Α η σανίδωση, η κατασκευή σανιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος+ κατάλ. ωσις μέσω αμάρτυρου *πινακόω] … Dictionary of Greek
πινάκωσιν — πινάκωσις timber work fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)