πενθ-ήμερος

πενθ-ήμερος

πενθ-ήμερος, fünftägig, κατὰ πενϑήμερον ἑκατέρους ἡγεῖσϑαι, Xen. Hell. 7, 1, 14, abwechselnd


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκονθήμερος — η, ο (Μ ογδοηκονθήμερος, ον) 1. αυτός, που διαρκεί ογδόντα μέρες ή αποτελείται από ογδόντα μέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα ογδόντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεχήμερος — ον, Α αυτός που διαρκεί δεκαπέντε ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα δεκαπέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιτεσσαρακονθήμερος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιτεσσαράκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονθήμερος — η, ο / πεντηκονθήμερος, ον, ΝΑ αυτός που διαρκεί πενήντα ημέρες ή αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ημερών («πεντηκονθήμερος προθεσμία», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκονθήμερο χρονικό διάστημα πενήντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονθήμερος — η, ο / τεσσαρακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και τεσσαρακονταήμερος και τεσσαρανθήμερος, ον, ΜΑ αυτός που έχει διάρκεια σαράντα ημερών ή αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών (α. «τεσσαρακονθήμερη νηστεία» το σαρανταήμερο β. «τεσσαρακονθήμερον… …   Dictionary of Greek

  • τριήμερος — η, ο / τριήμερος, ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”