ὑπο-θέω

ὑπο-θέω

ὑπο-θέω (s. ϑέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποϑεύσομαι ποτὶ ἐχϑρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπήνθουν — ὑπό , ἀνά θέω dhávate imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑπό , ἀνά θέω dhávate imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπό ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὑπό ἀνθέω blossom imperf ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπήνθει — ὑπό , ἀνά θέω dhávate imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГОДАТЬ — [древнеевр. или ; древнегреч. χάρις], нетварная Божественная сила (δύναμις), в к рой Бог являет Себя человеку, а человек с ее помощью преодолевает в себе греховное начало и достигает состояния обожения. В Ветхом Завете древнеевр. и не всегда… …   Православная энциклопедия

  • врачь — ВРАЧ|Ь (189), А с. Врач: Въ ˫азыцѣ прѣже врачѩ мѣи м(о)лтвоу. (πρὸ τῶν ἰατρῶν) Изб 1076, 66; врачеве же приходѩще не можахоу никоѥ˫а же пользы створити. ЧудН XII, 71г; Иже в недоузѣ отъ врачевъ. по ноужи каженикъ боудеть. (ὑπὸ ἰατρῶν) КЕ XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ENOCH — fil. Cain, Gen. c. 4. v. 26. natus A. M. 131. Ioseph. Antiqq. l. 1. c. 3. Prima quoque mundi civitas ab ipso ain aedificata, et filii nomine appellata: in Tribu Aser. Fuit alius fil. Iaredi, pater Mathusalae, natus A. M. 623. vir iustissmus, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”