ὑπο-θάλπω

ὑπο-θάλπω

ὑπο-θάλπω, ein wenig od. gelinde erwärmen; in tmesi bei Aesch., ὑπό μ' αὖ μανίαι ϑάλπουσι Prom. 880; τέφρῃ πῠρ ὑποϑάλπεται Mel. 4 (XII, 92).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”