- ὑπο-θλίβω
ὑπο-θλίβω, unten od. ein wenig drücken; γαίῃ ὑποϑλίβων νηδύν Nic. Th. 296; Luc. V. H. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-θλίβω, unten od. ein wenig drücken; γαίῃ ὑποϑλίβων νηδύν Nic. Th. 296; Luc. V. H. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek