ὑπο-λείπω

ὑπο-λείπω

ὑπο-λείπω, übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεϑλον Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι αὐτοῦ 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφϑέντες Aesch. Ag. 73; ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφϑῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσϑαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισϑοφορά.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”