- ὑπο-θερμαίνω
ὑπο-θερμαίνω, ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποϑερμάνϑη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεϑερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-θερμαίνω, ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποϑερμάνϑη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεϑερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek