- ὑπο-θραύω
ὑπο-θραύω (s. ϑραύω), ein wenig anstoßen u. zerbrechen, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-θραύω (s. ϑραύω), ein wenig anstoßen u. zerbrechen, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποθραύει — ὑπό θραύω break in pieces pres ind mp 2nd sg ὑπό θραύω break in pieces pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεθραύετο — ὑπό θραύω break in pieces imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθραύειν — ὑπό θραύω break in pieces pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθραύων — ὑπό θραύω break in pieces pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέθραυε — ὑπό θραύω break in pieces imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)