- ὑπο-μνήσκω
ὑπο-μνήσκω, spätere poet. Nebenform von ὑπομιμνήσκω, Orph. H. 76, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μνήσκω, spätere poet. Nebenform von ὑπομιμνήσκω, Orph. H. 76, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήσκομαι — (ΑΜ) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι μνή σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο μνήσκω)] … Dictionary of Greek