- ὑπο-μίγνῡμι
ὑπο-μίγνῡμι (s. μίγνῡμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μίγνῡμι (s. μίγνῡμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξοσόλοικος — και μειξοσόλοικος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με σολοικισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + σόλοικος* (πρβλ. υπο σόλοικος). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek