ὑπ-ονίσκος

ὑπ-ονίσκος

ὑπ-ονίσκος, , dim. von ὕπονος, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνίσκος — gadus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά …   Dictionary of Greek

  • ὀνίσκοι — ὀνίσκος gadus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκοις — ὀνίσκος gadus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκοισι — ὀνίσκος gadus masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκον — ὀνίσκος gadus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκου — ὀνίσκος gadus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκους — ὀνίσκος gadus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκων — ὀνίσκος gadus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίσκῳ — ὀνίσκος gadus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”