- ὑπο-νέομαι
ὑπο-νέομαι (s. νέομαι), defekt. dep., darunter hineingehen, s. ὑπονείομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-νέομαι (s. νέομαι), defekt. dep., darunter hineingehen, s. ὑπονείομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… … Dictionary of Greek