- ὑπο-νομεύω
ὑπο-νομεύω, untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Uebertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-νομεύω, untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Uebertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομεύω — (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [νομεύς] διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.) μσν. 1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε… … Dictionary of Greek
ὑπενόμευον — ὑπό νομεύω put to graze imperf ind act 3rd pl ὑπό νομεύω put to graze imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενόμευεν — ὑπό νομεύω put to graze imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενόμευσα — ὑπό νομεύω put to graze aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)