πενθηρός

πενθηρός

πενθηρός, zur Trauer gehörig, ἱμάτιον, Anaxil. bei Drac. 75.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενθηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθηρός — ά, όν, Α αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο πένθος, στη λύπη, ο πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • πενθηρόν — πενθηρός of masc acc sg πενθηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθηρᾶς — πενθηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”