- ὑπο-βουλεύω
ὑπο-βουλεύω, = ἐπιβουλεύω, f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-βουλεύω, = ἐπιβουλεύω, f. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποβουλευθείς — ὑπό βουλεύω take counsel aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)