- ὑπο-ξηραίνω
ὑπο-ξηραίνω, trans., ein wenig trocknen, dörren, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ξηραίνω, trans., ein wenig trocknen, dörren, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηραίνω — και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός] καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω νεοελλ. 1. αναισθητοποιώ 2. σκοτώνω 3. μέσ. ξεραίνομαι α) πεθαίνω β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ὑποξηραινόμενον — ὑπό ξηραίνω parch pres part mp masc acc sg ὑπό ξηραίνω parch pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηραίνει — ὑπό ξηραίνω parch pres ind mp 2nd sg ὑπό ξηραίνω parch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηραίνομεν — ὑπό ξηραίνω parch pres ind act 1st pl ὑπό ξηραίνω parch imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηραίνουσι — ὑπό ξηραίνω parch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό ξηραίνω parch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξηραμμένη — ὑπό ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξηραίνετο — ὑπό ξηραίνω parch imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηραινομένου — ὑπό ξηραίνω parch pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηρανθείσης — ὑπό ξηραίνω parch aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηρανθῆναι — ὑπό ξηραίνω parch aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξηρανθέν — ὑπό ξηραίνω parch aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)