- ὑπο-δίψιος
ὑπο-δίψιος, Maneth. 5, 188, Durst machend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δίψιος, Maneth. 5, 188, Durst machend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδίψιος — ον, Α (για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υπο δίψιος)] … Dictionary of Greek