- ὑπο-δέομαι
ὑπο-δέομαι (s. δέω), dep. pass., flehentlich bitten, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δέομαι (s. δέω), dep. pass., flehentlich bitten, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεδοῦντο — ὑπό δέομαι lack imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεδημένος — ὑπό δέομαι lack perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποδούμενος — κατά , ὑπό δέομαι lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mid masc nom sg (attic epic doric ionic) κατά ὑποδέω bind pres part mp masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυπεδησάμην — μετά , ὑπό δέομαι lack aor ind mp 1st sg μετά , ὑπό δέω 2 lack aor ind mid 1st sg μετά ὑποδέω bind aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποδεής — λιποδεής, ές (Α) αυτός που τού λείπουν τα αναγκαία για να ζήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. εν δεής, υπο δεής] … Dictionary of Greek