πενθερά

πενθερά

πενθερά, , fem. von πενϑερός, Mutter der Frau, Schwiegermutter, socrus; Dem. 45, 70; Callim. Dian. 149; Luc. Alex. 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενθερά — πενθερά̱ , πενθερά mother in law fem nom/voc/acc dual πενθερά̱ , πενθερά mother in law fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθερᾷ — πενθερά mother in law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθερά — η, ΝΑ, ιων. τ. πενθερή, Α βλ. πεθερά …   Dictionary of Greek

  • πενθεράν — πενθερά̱ν , πενθερά mother in law fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθέραν — πενθέρᾱν , πενθερά mother in law fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθερᾶς — πενθερά mother in law fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθερή — πενθερά mother in law fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθερῶν — πενθερά mother in law fem gen pl (ionic) πενθερός father in law masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… …   Dictionary of Greek

  • πενθέριος — ία, ον, Α [πενθερός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πενθερό ή στην πενθερά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθέριον (κατά τον Ησύχ.) (στους Θασίους) «τὴν προῑκαν» …   Dictionary of Greek

  • Αιμίλιος Παύλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 219 216 π.Χ. Το 219 νίκησε τον Δημήτριο της Φάρου, ηγεμόνα της βόρειας Ιλλυρίας. Το 218 ήταν μέλος της ρωμαϊκής πρεσβείας στην Καρχηδόνα και πέθανε στις Κάνες το 216. 2. Α.Π. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”