- ὑπο-δέρκομαι
ὑπο-δέρκομαι (s. δέρκομαι), wie ὑποβλέπω, finster von unten aufblicken, Qu. Sm. 3, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δέρκομαι (s. δέρκομαι), wie ὑποβλέπω, finster von unten aufblicken, Qu. Sm. 3, 252.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποδερκόμενος — ὑπό δέρκομαι see clearly pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρακεῖν — ὑπό δέρκομαι see clearly aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδρα — και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα κ τού ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ δρακ… … Dictionary of Greek