- ὑπο-μαλάσσω
ὑπο-μαλάσσω, att.- ττω, ein wenig, allmälig erweichen, ὑπεμαλάχϑη Luc. D. Mer. 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μαλάσσω, att.- ττω, ein wenig, allmälig erweichen, ὑπεμαλάχϑη Luc. D. Mer. 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεμάλαττον — ὑπό μαλάσσω make soft imperf ind act 3rd pl (attic) ὑπό μαλάσσω make soft imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεμαλάχθη — ὑπό μαλάσσω make soft aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεμάλαξε — ὑπό μαλάσσω make soft aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεμάλαττεν — ὑπό μαλάσσω make soft imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek