ὑπο-δοχή

ὑπο-δοχή

ὑπο-δοχή, , 1) Aufnahme, bes. gastliche, Bewirthung; Her. 7, 119; Ar. Pax 522; ἆρ' εἰςδέξομαί σε ἐμῶν φίλαισιν ὑποδοχαῖς δόμων, Eur. I. A. 1229; ξένων, φυγάδος, Plat. Legg. XII, 949 c 955 b; Pol. 5, 14, 10, vgl. 28, 17, 1, u. Sp., wie Plut. Thes. 14. Auch das Standhalten gegen ein Heer, Thuc. 7, 74. – 2) Annahme, wie ὑπόληψις, Meinung; ταῦτα γίγνεται εἰς ὑποδοχὴν τοῦ μηδ' ἀμφισβητῆσαι ὑμᾶς Dem. 7, 13; auch Genehmigung, Billigung, Sp.; εἰς ὑποδοχὴν πάντα λέγειν καὶ πράττειν τινί, d. i. nach Jemandes Wunsche, ihm zu Gunsten, Aesch. 2, 62. – 3) der Ort zur Aufnahme, Plat. Tim. 49 a 51 a; Zufluchtsort, Xen. Vect. 3, 1; Arist. probl. 1, 40; – ὑποδοχὴν ἔχειν πρός τι, Pol. 32, 11, 10, Hülfsmittel.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… …   Dictionary of Greek

  • καταδοχή — καταδοχή, ἡ (AM) μσν. η παραλαβή κληρονομιάς αρχ. 1. η εκ νέου παραδοχή, η υποδοχή κάποιου που επιστρέφει 2. η είσοδος τής ψυχής στο σώμα 3. δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοχή (< δέχομαι), πρβλ. παραδοχή, υπο δοχή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”