- ὑπο-δεής [2]
ὑπο-δεής, ές, etwas furchtsam, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δεής, ές, etwas furchtsam, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιποδεής — λιποδεής, ές (Α) αυτός που τού λείπουν τα αναγκαία για να ζήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. εν δεής, υπο δεής] … Dictionary of Greek