ὑπο-δείελος

ὑπο-δείελος

ὑπο-δείελος, gegen Abend, Arat. Dios. 94.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”