- ὑπο-ξενίζω
ὑπο-ξενίζω, etwas Fremdes haben in Sprache, Tracht oder Sitte, Luc. Icarom. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ξενίζω, etwas Fremdes haben in Sprache, Tracht oder Sitte, Luc. Icarom. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek